- μπατίρω
- (λ. τουρκ.), μπατίρισα, πτωχεύω, χρεοκοπώ, μένω άφραγκος: Έκλεισα το μαγαζί γιατί μπατίρισα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπατίρω — και μπατιρίζω 1. χρεωκοπώ, καταστρέφομαι οικονομικά, μένω αδέκαρος 2. καταστρέφω κάποιον οικονομικά 3. μτφ. παθαίνω σωματική κατάρρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batirmak] … Dictionary of Greek
μπατίρης — ο, θηλ. ισσα χρεωκοπημένος, οικονομικά κατεστραμμένος, αδέκαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού μπατίρω*] … Dictionary of Greek
μπατιρίζω — βλ. μπατίρω … Dictionary of Greek